Σαν μια σκέψη μες στον γενικότερο χαμό της σκέψης
ή σαν ειρωνεία της μυθιστορίας,
ο ίππος τσούλησε μέσα στο άπαρτο κάστρο της Τροίας
στυφό κουκούτσι μέσα στο καΐσι,
ομίχλη σε αργό αέρα,
άλλο αντί για άλλο.
Απίστευτο να μη του πήραν είδηση,
η κατασκευή τους δεν ήταν άψογη
κι η απόκρυψη των κομάντος όχι τέλεια –
έμπαζε από παντού
και κολλώντας το αφτί άκουγες τις πνιχτές ανάσες
και το βάρος των κορμιών στο κοίλο,
ή σύρσιμο πάνω στο ξύλο
αν και είχαν στρώσει την κοιλιά για ηχομόνωση,
χώρια ότι από τα τελειώματα έβγαινε μπόχα απλυσιάς.
Ένας Τρώας ή μια γυναίκα εκεί,
με μυαλό και όσφρηση, και με την έκτη αίσθηση της εποχής
θα το μυριζόταν ότι οι Αχαιοί είχαν κοντέψει
σ’ απόσταση αναπνοής.
Οι Τρώες, που εγώ τους έζησα στο δημοτικό
στ’ αριστερά θρανία, δεν ξεγελιούνταν.
Απλά δεν αντέχαν κι άλλη παράταση,
έπρεπε να τελειώνει αυτή η ιστορία
για να ξεκινήσει το επόμενο Έπος.
(Μίμης Σουλιώτης, Υγρά)
Σχολιάστε