Τότε λοιπόν για τη θάλασσα κάτω τραβήξαμε και
Πρώτα το καράβι ερύσαμε κατά τα κύματα των θεών,
Στήσαμε ιστό, ανοίξαμε ιστία στο μαυροκάραβο,
Πήραμε πρόβατα, και μαζί τα κορμιά μας αυτά,
Βαριά το δάκρυ τους, και κατάπρυμος άνεμος
Μάς πήρε ούριος ίσα να πάμε πλησίστιοι πέρα,
Έργο της Κίρκης τα λόγια, θεάς καλλιπλόκαμης.
Καταμεσής εκαθίσαμε, κυβερνήτης ο άνεμος
Πανιά γεμάτα και ποντοπορεύαμε όλη τη μέρα.
Ο ήλιος έγειρε, γύρω η θάλασσα ίσκιωσε πάσα,
Κι ήταν του Ωκεανού τα βαθύρροα πέρατα,
Όπου ανδρών Κιμμερίων η χώρα και η πολιτεία
Καλυμμένη αέρα και σύννεφο, που δε χάραξαν
Ποτέ του φαέθοντα ήλιου αχτίδες γυρίζοντας
Προς ουρανόν αστερόεντα ή κατά γης ουρανόθεν,
Κατασκότεινη νύχτ, κακορόζικη σκέπη.
Παρά ρουν ωκεάνιο, φτάσαμε τότε στον τόπο
Που είχε προείπει η Κίρκη.
Εδώ συλλειτούργησαν, Περιμήδης κι Ευρύλοχος,
Και τραβώντας εγώ κοφτερό σπαθί απ’ το μηρό μου
Έσκαψα όρυγμα στο χώμα ισόπλευρο, πυγούσιο·
Και χοές τότε χύσαμε για τον κάθε νεκρό μας
Πρώτα μελίκρατο, γλυκό κρασί και νερό μ’ άσπρο αλεύρι.
Στου θανάτου τα κάτισχνα πρόσωπα υποσχέθηκα,
Σαν στην Ιθάκη, στείρο βουβάλι και το άριστο
Θα θυσιάσω, θα ρίξω πολλά τ’ αγαθά στην πυρά
Και θα σφάξω ένα μαύρο του Τειρεσία τραγί.
Καταμέλανα αίματα εκύλησαν τότε στο λάκκο,
Από τον Έρεβο κακοθάνατα έθνη νεκρών,
Νύφες και έφηβοι, γέροι που είχαν τραβήξει πολλά·
Ψυχές παρθένων με το πένθος σημάδι νωπό,
Άντρες πολλοί στο χαλκό χαλασμένοι, λείψανα μάχης,
Κουβαλώντας ακόμα τα αιμόρρανα όπλα του Άρη,
Άλλοθεν άλλος περισυνάχτηκαν· με ιαχές
Τρομερές, χλωμός, έκραξα να φέρουνε κι άλλα ζώα.
Σφάξαμε ανήλεα πρόβατα στο χαλκό μας κοπάδια·
Δέρατα κάψαμε, προσευχηθήκαμε στους θεούς μας,
Πλούτωνα τον κραταιό, Περσεφόνη την παινεμένη.
Ξίφος γυμνό και πάσχιζα να μην πλησιάσουν
Των ψυχών τα παράφορα πρόσωπα και τ’ ανήμπορα,
Ως ν’ ακουστεί ο Τειρεσίας.
Ήρθε όμως πρώτος ο Ελπήνωρ, φίλος Ελπήνωρ,
Άταφος, καταγής πεταμένος,
Σώμα που αφήσαμε στα παλάτια της Κίρκης,
Ασαβάνωτος, άκλαυτος, άλλα επείγανε τότε.
Ηλίθιε, φτωχέ μου. Κι είπα φωνάζοντας λόγια πτερόεντα:
«Ήρθες, Ελπήνορα, στη ζοφερή καταχνιά; Πώς;
Πεζοπορώντας πρόφτασες τα καράβια μας;»
Κι ώμοξε αυτός λόγια βαριά:
«Κακοτυχιά μου, κρασί αθέσφατο. Αποκοιμήθηκα στης Κίρκης
Την παραστιά. Πώς να κατέβω μεγάλη σκάλα, δε νόησα,
Έπεσα καταντικρύ μου, χτύπησα δοκό,
Θρύμματα ο αυχένας μου, κάτω η ψυχή μου του Άδη.
Άκου με όμως, Άνακτα συ, άκλαυτο, άταφο, θυμήσου με,
Όσα τα όπλα μου κάνε σωρό, ακροθαλάσσιο σήμα να λέει:
Άμοιρος άνθρωπος, όνομα εσσόμενο.
Και στον τύμβο στήσε το κουπί που ελάμναμε».
Κι ήρθε η Αντίκλεια, την απόδιωξα, και τότε ο Θηβαίος Τειρεσίας,
Με το σκήπτρο χρυσό, εγνώρισέ με και πρώτος είπε:
«Τι πάλι, δύστηνε; Κακό ριζικό σου,
Άτερπνης χώρας ανήλια πρόσωπα ν’ αντικρίζεις;
Αλλ’ άμε και άσε με να πιω το αίμα,
Να ειπώ χρησμό».
Και πισωδρόμησα,
Ήπιε το αίμα, δυνάμωσε κι είπε: «Οδυσσεύς
Νοστεί, παρά του θεού το θυμό, σε πόντο ιοειδέα
Ολέσας πάντας εταίρους». Και τότε η Αντίκλεια ήρθε.
Αναπαύου, Divus, τελευτήσω τε και έρξω: Andreas Divus,
In officina Wecheli, 1538, από Ομήρου, εννοώ.
Κι αρμένισε πέρα, down and onward and away, Σειρήνες πέρασε
Κατά την Κίρκη.
Venerandam,
Φράσεις Kρητός, χρυσοστέφανον Αφροδίτην
Cypri munimenta sortita est, γλυκυμείλιχε, orichalchi, με χρυσά
Ανθέμια και στήθους κόμσημα, ελικοβλέφαρε συ,
Με τη ράβδο χρυσή του Αργειφόντη. Ώστε:
(Έζρα Πάουντ, μτφ. Γιώργος Βάρσος)
Σχολιάστε